θερείβοτος

θερείβοτος
θερείβοτος, -ον (Μ)
(για τόπο) αυτός που κατά το θέρος χρησιμεύει για βοσκή ζώων, που έχει χορτάρι κατά το θέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέρειος + -βοτος (< βόσκω), πρβλ. αιγί-βοτος, βού-βοτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θερείβοτος — serving for a summer pasture masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερείβοτον — θερείβοτος serving for a summer pasture masc/fem acc sg θερείβοτος serving for a summer pasture neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βόσκω — (AM βόσκω) Ι. 1. οδηγώ ζώα στη βοσκή και τα επιτηρώ 2. (για ζώα) τρώω χορτάρι, τρέφομαι 3. (γενικά) τρώω, τρέφομαι 4. διατρέφω, συντηρώ νεοελλ. 1. περιφέρομαι άσκοπα («πού βόσκεις;») 2. αφαιρούμαι, χαζεύω («πού βόσκει ο νους σου;») ΙΙ. βόσκομαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”